- πολιότης
- πολιότης, ητος, ἡ,A greyness, of hair, Arist.GA780b6, 784a30, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιότης — greyness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιότητος — πολιότης greyness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιότητα — η / πολιότης, ητος, ΝΜΑ [πολιός] το να έχει κάτι λευκό ή υπόλευκο χρώμα, η φαιότητα … Dictionary of Greek
ԱԼԵՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0013 Chronological Sequence: 12c գ. πολιότης, πολιά canities Խոր ծերութիւն ալեւորաց. հալւորութիւն. ... *Տարօքն միջավայր լինի ընդ մանկութիւն եւ ընդ ալեւորութիւն. Մխ. բժիշկ.: Նմանութեամբ Կատարելութիւն. ... *Ալեւորութիւն գիտութեան. Լմբ. սղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)